- κροκύδας
- κροκύςflockfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
RASOPHORI — Graeci Ῥαςοφόροι, novitii Monachi dicuntur, apud Balsamonem in Syn. Constantinopolit. can. 5. a voce rasum, ῥάςον Graecis recentioribus; quô nomine indumentum indigitatur detritum et usu defloccatum, ὁ τρίβων ἐκλιπὼν κροκύδας. Althelmus de Laude… … Hofmann J. Lexicon universale
κροκυλεγμός — κροκυλεγμός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ κολακευτικῶς τὰς κροκύδας ἀπολέγειν τῶν ἱματίων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκύς + λεγμός (< λέγω «συλλέγω»)] … Dictionary of Greek
κροκύδα — η (AM κροκύς, ύδος) το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα αρχ. φρ. 1. «κροκεὺς ἑδρική» υπόθετο 2. «κροκύδας ἀφαιρεῑν» το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek